φωτογονία

φωτογονία
η светоносность, лучезарность, сияние

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φωτογονία" в других словарях:

  • φωτογονία — η, ΝΑ [φωτογόνος] παραγωγή φωτός νεοελλ. 1. φωτογένεια 2. φωσφορισμός …   Dictionary of Greek

  • φωτογονικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογονία ή στον φωτογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Λεξικόν τού Ε. Legrand] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»